αχρηματια

αχρηματια
    ἀχρηματία
    ἀ-χρημᾰτία
    ἥ недостаток средств или денег, безденежье, бедность Thuc., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αχρηματια" в других словарях:

  • ἀχρηματία — ἀχρηματίᾱ , ἀχρηματία want of money fem nom/voc/acc dual ἀχρηματίᾱ , ἀχρηματία want of money fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηματίᾳ — ἀχρηματίαι , ἀχρηματία want of money fem nom/voc pl ἀχρηματίᾱͅ , ἀχρηματία want of money fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχρηματία — η (AM ἀχρηματία) [αχρήματος] έλλειψη χρημάτων …   Dictionary of Greek

  • ἀχρηματίας — ἀχρηματίᾱς , ἀχρηματία want of money fem acc pl ἀχρηματίᾱς , ἀχρηματία want of money fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηματίαν — ἀχρηματίᾱν , ἀχρηματία want of money fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηματίη — ἀχρηματία want of money fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρηματίην — ἀχρηματία want of money fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναργυρία — η (AM ἀναργυρία) [ανάργυρος] έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά μσν. το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς …   Dictionary of Greek

  • ολιγανθρωπία — η (Α ὀλιγανθρωπία) [ολιγάνθρωπος] η έλλειψη αρκετού αριθμού ανθρώπων («αἴτιον δ ἦν οὐχ ἡ ὁλιγανθρωπία τοσοῡτον, ὅσον ἡ ἀχρηματία», Θουκ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»